- πλινθοβόλος
- πλινθο-βόλος, ὁ,A bricklayer, Edict.Diocl.7.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθοβόλος — ὁ, Α αυτός που οικοδομεί με πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] … Dictionary of Greek
πλινθοβολία — ἡ, Α [πλινθοβόλος] οικοδόμηση με πλίνθους, χτίσιμο με πλίθρες … Dictionary of Greek
πλινθοβολώ — έω, Α [πλινθοβόλος] οικοδομώ, κτίζω με πλίνθους … Dictionary of Greek